σμήννεφα
Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011
Ισχύει.
Μάλλον θα φταίει αυτό...
Φίλοι μου, όλα όσα γράψατε στην άμμο αυτό το καλοκαίρι, ισχύουν.
Τρίτη 2 Αυγούστου 2011
Η θλίψη του σώματος
κωπηλάτες ένα σύννεφο μια απορία είναι ο χαμένος ύπνος είναι και
το παράπονο η μουσική που δεν έχει λόγια παρά έγχορδα δάκρυα είναι
η θλίψη του σώματος το μαύρο μου πουλόβερ είναι που αποκρούει
το φως η θλίψη του σώματος ένα τίποτα είναι ένα φτερό ένα γεια σου
ένα κορίτσι η θλίψη του σώματος το απόγευμα μια πόλη που τη στοίχειωσαν
οι ακατοίκητοι η θλίψη του σώματος είναι.
Στέλλα Βλαχογιάννη
Πολύ ενθουσιάζομαι,μέσα στο χαμό όταν ανακαλύπτω νέα, για μένα, ποιήματα...
Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011
Schwarzfahrer του Pepe Danquart
Τρώω εισιτήρια εγώ
Ξεφουσκώνω λάστιχα εγώ
Ρίχνω ζάχαρη στο ρεζερβουάρ εγώ
ξεχνάω το τσιγάρο μου αναμμένο και πιάνει φωτιά εγώ.
Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011
θα συμφωνούσε και η Amy Winehouse...
Μισέλ Φουκώ
Περί αλλοτινών χώρων (Des espaces autres) (1967), Ετεροτοπίες
Η δεύτερη αρχή αυτής της περιγραφής των ετεροτοπιών, είναι ότι μια κοινωνία, κατά την ιστορική εξέλιξή της, μπορεί να κάνει μια ήδη υπάρχουσα ετεροτοπία, η οποία δεν εξαφανίστηκε ποτέ, να λειτουργήσει κατά τρόπο τελείως διαφορετικό. Πράγματι, κάθε ετεροτοπία διαθέτει μια σαφή και καθορισμένη λειτουργία σε μια κοινωνία, και η ίδια ετεροτοπία μπορεί, ανάλογα με την συγχρονικότητα της κουλτούρας στην οποία βρίσκεται να έχει μια διαφορετική λειτουργία.
Παίρνω για παράδειγμα την παράξενη ετεροτοπία του νεκροταφείου. Το νεκροταφείο είναι σίγουρα ένας τόπος διαφορετικός από τους συνήθεις πολιτισμικούς χώρους. Πρόκειται για έναν χώρο ο οποίος συνδέεται κατά βάση με όλους τους χώρους μιας πόλης ή μιας κοινωνίας ή ενός χωριού, καθώς κάθε άτομο, κάθε οικογένεια έχει συγγενείς στο νεκροταφείο.
Στη δυτική κουλτούρα, το νεκροταφείο πρακτικά υπήρχε πάντα. Έχει υποστεί όμως σημαντικές μεταβολές. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, το νεκροταφείο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, δίπλα στην εκκλησία προσφέροντας διάφορες δυνατότητες ταφής. Υπήρχε ο ομαδικός τάφος εντός του οποίου τα πτώματα έχαναν και το τελευταίο ίχνος ατομικότητας. Υπήρχαν ορισμένοι ατομικοί τάφοι, και υπήρχαν και τάφοι στο εσωτερικό της εκκλησίας.
Οι τελευταίοι αυτοί τάφοι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, είτε απλές ταφόπλακες με μια επιγραφή, ή μαυσωλεία με αγάλματα. Το νεκροταφείο αυτό, το οποίο στεγαζόταν στον ιερό χώρο της εκκλησίας, έχει λάβει μια τελείως διαφορετική μορφή στους μοντέρνους πολιτισμούς και κατά παράξενο τρόπο, η δυτική κουλτούρα εγκαινίασε αυτό που αποκαλούμε λατρεία των νεκρών σε μία εποχή όπου ο πολιτισμός έχει γίνει, όπως λέμε πολύ γενικά, «άθεος». Κατά βάση, ήταν απόλυτα φυσικό σε μια εποχή αληθινής πίστης στην ανάσταση των νεκρών και στην αθανασία της ψυχής να μην αποδίδεται η δέουσα σημασία στις σορούς των νεκρών.
Αντιθέτως, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν είναι πλέον απολύτως σίγουροι ότι έχουν ψυχή, ή ότι το σώμα τους θα αναστηθεί, πρέπει ίσως να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην σορό του νεκρού, που αποτελεί εν τέλει το μοναδικό ίχνος της ύπαρξής μας ανάμεσα στον κόσμο και τις λέξεις.
Σε κάθε περίπτωση, μόλις από τις αρχές του 19oυ αιώνα έχει ο καθένας μας το δικαίωμα στο μικρό κουτί του για την μικρή προσωπική του αποσύνθεση. Από την άλλη πλευρά όμως, μόλις από τις αρχές του 19ου αιώνα τα νεκροταφεία άρχισαν να τοποθετούνται στα εξωτερικά όρια των πόλεων. Σε συνάρτηση με αυτήν την εξατομίκευση του θανάτου και την μικροαστική ιδιοποίηση του νεκροταφείου γεννήθηκε η εμμονή του θανάτου ως «ασθένεια».
Οι νεκροί θεωρούνται ότι φέρνουν αρρώστιες στους ζωντανούς, και η παρουσία και η εγγύτητα των νεκρών πολύ κοντά στα σπίτια, πολύ κοντά στην εκκλησία, σχεδόν στη μέση του δρόμου, είναι αυτή που διασπείρει τον ίδιο τον θάνατο. Το μεγάλο αυτό ζήτημα της ασθένειας που μεταδίδεται από τα νεκροταφεία παρέμεινε έως το τέλος του 18ου αιώνα και μόνο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ξεκίνησαν οι μετακινήσεις των νεκροταφείων προς τα προάστια. Τα νεκροταφεία δεν αποτελούσαν πλέον τον ιερό και αθάνατο άνεμο της πόλης, αλλά την «άλλη πόλη», όπου κάθε οικογένεια κατέχει τη δική της σκοτεινή κατοικία.
Aπόσπασμα κειμένου. Γράφτηκε στην Τυνησία το 1967 και δημοσιεύθηκε την άνοιξη του 1984. Μισέλ Φουκώ, Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων (διάλεξη στη λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών, 14 Μαρτίου 1967). Architecture, Mouvement, Continuité, τεύχος 5o, Οκτώβριος 1984, 46-49.
Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011
can i love you more
Τρίτη 12 Ιουλίου 2011
Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011
Η ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΡΤΕΡ...
«Υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία εις το βιοτικόν έπίπεδον και τα εισοδήματα ανά την Ελλάδα. Οι κερδίζοντες, δηλαδή οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι κερδοσκόποι και οι μαυραγορίται, διάγουν εν πλούτω και χλιδή, το πρόβλημα δε αυτό ουδεμία κυβέρνησις το αντιμετώπισεν αποτελεσματικώς. Εν τω μεταξύ αι λαϊκαί μάζαι περνούν μίαν αθλίαν ζωή. Οι κερδίζοντες είναι σχετικώς ολίγοι τον αριθμόν και ο συνολικός πλούτος των, περιερχόμενος εις το σύνολον του πληθυσμού θα επέφερεν ελάχιστην βελτίωσιν των γενικών συνθηκών διαβιώσεως. Αλλ' οπολυτελής τρόπος ζωής των εν μέσω της πτώχειας, συντείνει εις το να εξοργίζη τας μάζας και να υπογραμμίζη την δυστυχίαν των πτωχών.
Η κλίκα των εφοπλιστών είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει με κάθε μέσο τα οικονομικά της συμφέροντα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι μπορεί να στοιχίσει αυτό στην οικονομία της χώρας. Απ' ό, τι μπόρεσα να διαπιστώσω, η κυβέρνηση δεν έχει καμιάν άλλη πολιτική πρακτική από το να ζητάει συνέχεια ξένη βοήθεια για να διατηρεί την εξουσία της και να διασώζει συνέχεια τα προνόμια μιας μικρής κλίκας εμπόρων και τραπεζιτών, οι οποίοι αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα.…Οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι άνθρωποι πολύ ευχαριστημένοι, που μιλάνε πολύ καλά τ' αγγλικά. Είναι πάντοτε πρόθυμοι, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν την αμερικανική αποστολή για τα δικά τους συμφέροντα. Θυμάμαι ακόμα ένα από τα πιο επίσημα γεύματα ενός από τους σημαντικότερους τραπεζίτες, που με είχε καλέσει στη βίλα του των Αθηνών. Είχε τρεις σερβιτόρους με λιβρέα, μια ποικιλία απ' τα πιο φίνα κρασιά και φαγητά διάφορα, περίφημα γαρνιρισμένα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ένας από τους αντιπροσώπους της κλίκας που ανέφερα άρχισε να εξυμνεί τις ομορφιές της ζωής κοντά στη θάλασσα, καθώς και τις χαρές των αριστοκρατικών σπορ. Η αντίθεση ανάμεσα στο γεύμα αυτό και στα παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας είναι πραγματικά τρομερή...».