Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

...

"Μέσα σ' αυτήν την ανάπαυση, όντας ένα πράγμα και αχώριστο, αχώριστο και στο βάθος του εαυτού τους, σε σημείο που η ευφυΐα τούς να μοιάζει οριστικά χαμένη, η μνήμη τους κενή, η βούληση τους ανώφελη, αυτή στεκόταν ορθή μέσα σ' αυτήν την ανάπαυση σάμπως μπροστά σε ανατολή του ηλίου και μέσα του χανόταν ολόκληρη, η ίδια μαζί με τις γήινες ιδιοτροπίες της ".

Ρόμπερτ Μουζίλ - Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες ΙΙ

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Λεμόνι ή φράουλα?


Εχθές πήγαμε να δούμε το Inception το cine Ψυρρή.
Είχαμε ακούσει καλές κριτικές... και ήταν γενικώς μεγάλη αμερικανιά.
Μοναδικό ενδιαφέρον... μια γρανίτα του αναψυκτηρίου με δύο καλαμάκια
Μόνος προβληματισμός...

φράουλα ή λεμόνι?

Παιδιά μην πάτε να το δείτε, 1000 φορές σπιτική γρανίτα και matrix.










και μια συνταγή...

Σπιτική γρανίτα

Υλικά

1 κιλό ωριμα φρούτα (αφού αντιμετωπίσετε τα διλήμματα).
1 λιτρό νερό
1 + 1/2 φλιτζάνι ζάχαρη

Εκτέλεση

Χτυπάμε όλα τα υλικά στο μίξερ να αφρατέψουν και μετά τοποθετούμε το μίγμα στο ψυγείο.

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Pierrot le Fou.










Ναί, ορισμένες φορές όταν πρέπει να μιλήσω


νιώθω σαν το νευρικό εραστή στην ταινία του Woody Allen


βασικά, σαν μακαρόνι βραστό νιώθω


δύο ποτήρια αβάνα στο τραπέζι


το ένα μετά το άλλο


χθές


δεν βοηθούν


για να πω ότι ...


και μετά δεν...


αλλά όταν...


άστο


στο αύριο.




είναι και η Μαριάν


είναι λές να ταυτίζoμαι με την Μαριάν


από τον Tρελό Πιερό του Godart


τότε που είπε στο Φερντινάν



"εσύ μου μιλάς με λόγια κι εγώ σε κοιτώ με αισθήματα"*.





Σαν να απάντησα...Pierrot le Fou.

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

?επιστροφή?

Αγαπητοί κι αγαπητές (μάλλον)!
Από σήμερα αποχαιρετώ την Καλοκαιρινή διάθεση αφού οι διακοπές έλαβαν τέλος. Το πρώτο που σκέφτηκα όταν έφτασα στο λιμάνι του Πειραιά ήταν αυτός ο στίχος από το ποίημα της Κικής Δημουλά "όχι, δεν είμαι λυπημένη".
Αλήθεια... μπορούμε να πούμε ότι το Καλοκαίρι είναι μια μέρα που νυχτώνει για να ξημερώσει μια άλλη - ας ελπίσουμε καλύτερη-. Μην είστε λυπημένοι λοιπόν...


ΠΕΡΑΣΑ
Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.

Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.







***

Πέρασα από την πλατεία Φελλίνι και περπάτησα σε ανάσες ποίησης, Σάββατο βράδυ. Κάποτε θα ξαναπεράσω. Άλλωστε...

...περιπλανιόμαστε μέσα στην νύχτα και μας καταναλώνει η φωτιά.