Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Προβολές ταινιών στην Κατάληψη Σκαραμαγκά...

Εκεί που η Μαρία Κάλλας δεν τα χρειάζεται πια...



... τα 1600 τετραγωνικά.

Δεν ξέρω...

ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτώ, μπορεί και να αλλάξω γνώμη, να μην το αποκλείω βρε αδερφέ...

...ρε μπάς και υπάρχει θεός?




Kαραμπόλα με περιπολικά στην Ε.Ο Αθηνών-Λαμίας

Καραμπόλα τεσσάρων οχημάτων, εκ των οποίων τα τρία ανήκουν στην Αστυνομία, σημειώθηκε στις 05:40 το πρωί επί της εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας στο ρεύμα προς Πειραιά, στο ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν δύο αστυνομικοί.

Τα οχήματα που ενεπλάκησαν στο τροχαίο είναι τρία περιπολικά της Αστυνομίας και ένα ταξί.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι οδηγοί των περιπολικών έχασαν τον έλεγχο του οχήματος- από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία- ενώ καταδίωκαν ύποπτο όχημα.
Γιούπι...γιούπι... yeeeaaa!

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Σαν ? !

τσαλακωμενα τσιγαρα σε 2-3 καπνισμενα σταχτοδοχεια
μυρωδιες απο μισοψημενα γευματα
ενα αδειο μπουκαλι
ενα μισογεματο
κ 6 ξεχασμενα απτα χ8ες.
σμηνη αποδημων φιλιων
χεζουν στη μουρη μου
τη στιγμη που μια σιχαμενη κατσαριδα
δεχεται την επι8εση του αν8ρωπινου πολιτισμου
κ ολη η ασυναρτησια της σκεψης μου
διακοπτεται απο 1 ΓΚΟΟΟΟΟΛ!!!!
στον αντιποδα της με8ης μου
βρισκεται μη χαρτογραφημενο
το καταφυγιο σου
κ δυστυχως χαθηκα αλλη μια φορα
20 χρονια τωρα...
με φιλοξενουν σπηλιες γειτονικες.
ετουτο το βραδυ
θα ενωσω ολα τα οξεα του στομαχιου μου
σ ενα φλογερο εμετο.
θα καψω ολη τη φυση που με κρατα μακρια σου
φοβαμαι μοναχα
μην εχεις πια κουραστει να περιμενεις
εχεις αμολυσει τν ερωτα πυ μου ταξες
κ αγωνιας πια μονο για μαινομενες ακριδες
που απειλουν τα σταχια μαλλια σου....

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΟ....



ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΟ...

...οι 22 συλληφθέντες σύντροφοι και οι συντρόφισσες του ΡΕΣΑΛΤΟ αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά θα πρέπει να καταβάλουν το χρηματικό ποσό των (εξοντωτικών) εγγυήσεων που ανέρχεται στα 51.000 ευρώ,έως την Πέμπτη 17 Δεκέμβρη. Συγκροτήθηκε ταμείο αλληλεγγύης όσους και όσες θέλουν να συνδράμουν στην προσπάθεια συλλογής του.
Για την αμεσότερη και βέβαιη συγκέντρωση των χρημάτων επικοινωνήστε με το κινητό τηλέφωνο 6973657960 ή με την ηλεκτρονική διεύθυνση tameio22@espiv.net

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ!

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Με πολύ οργή, λίγο πριν τις 6 Δεκέμβρη.


Ένα χρόνο μετά.
Νύχτα Σαββάτου.
Δεν σταματάει η βροχή.
Όχι, όχι ,δεν με πλήγωσε αυτό.

Εμείς με το παπί.
Κέντρο, Κερατσίνι ,Νίκαια, Πειραία, Αιγάλεω.
Διασχίσαμε λίμνες.
Πέρασαν όλα τα αυτοκίνητα του λεκανοπεδίου από δίπλα μας,
ορκισμένα να μας κάνουν μούσκεμα.
Όχι, όχι δεν με πλήγωσε αυτό.

Δεν πρόλαβα να είμαι μαζί με αυτές κι αυτούς
την ώρα που τα σκυλιά αλυχτούσαν.
Όχι,όχι. ούτε αυτό.

Πάμε απ΄ την αρχή.
Κέντρο, Κερατσίνι, Νίκαια, Πειραιάς.
Νιώθω ότι θα σκάσω και για να μην το κάνω τραγουδάω.
Περνάμε από την Πειραιώς .
Κάνουν ουρές στα διασκεδαστήρια οι καλοντυμένοι.
Μα πώς μπορούν να διασκεδάζουν τέτοια μέρα.
Όχι,όχι,δεν με πλήγωσε αυτό.

Είπα να βγάλω το κράνος και να τους φωνάξω «Ο ΑΛΕΞΗΣ ΖΕΙ».
Έπειτα σκέφτηκα ότι είναι μάταιο, και πράγματι είναι,
αν και δεν με πληγώνει αυτό, να μιλάω με νεκρούς για τους ζωντανούς.

Δεν με πληγώνει τίποτα από τον κόσμο τους τον γερασμένο.
Γιατί μέρα με τη μέρα χτίζω την εκδίκηση μου.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

true story

Μέρες εξέγερσης


Τρίτη πρωί στην κατειλημμένη ΑΣΟΕΕ. Η περιφρούρηση της μπροστινής πύλης είναι στη θέση της. Είμαστε γύρω στο 30 άτομα πίσω από τα κάγκελα της εισόδου.
Μπροστά μας πολλοί σταματημένοι περαστικοί, συζητούν, διαφωνούν, μαλώνουν…για το γνωστό θέμα. Κάποιοι μας έβριζαν και κάποιοι μας παρότρυναν.


…είναι δυνατόν να καταστρέφουν περιουσίες, τα παιδιά έχουν δίκιο, γιατί κλείνετε τις σχολές, μπράβο παιδιά, συνεχίστε γερά…


Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι για τα καλά από τις φωνές (ε…και η αϋπνία δεν βοηθάει) αλλά μου άρεσε ο μικρός εμφύλιος που διεξάγονταν μπροστά στα μάτια μου.


Εμένα ξέρετε τι μου έκαναν μια μέρα οι αστυνομικοί…, τι να μας πεις κι εσύ ρε συντηρητικέ, ποιός αντέχει τόση φτώχια , μα να μας σκοτώνουν κι από πάνω, ποιός θα πληρώσει τα σπασμένα, εσύ;… ,χεστήκαμε για τις τράπεζες, είμαι πενήντα χρονών και πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράμα, άσε μας καημένε, εγώ λεω καλά τους κάνουν, και γιατί φοράνε κουκούλες- ντρέπονται; μπλα, μπλα, μπλα μπλα, μπλά, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα

Μέσα στο χαμό με φωνάζει μια γυναίκα. ‘’Ελα να σου πώ κοριτσάκι μου ‘’, πάω προς τα κει...

Μ: Kοίταξε να δεις τι έχω πάθει... έχω μια κόρη 15 χρονών, φόρεσε σκουλαρίκι στα χείλι, μου λεει ότι δεν υπάρχει θεός και ξέρεις τι άλλο έκανε;
E: ‘’Τι;’’
M: .Να, περνούσαμε εχθές δίπλα από κάτι αστυνομικούς και πήρε από κάτω μια πέτρα για να τους την πετάξει. Πήγα να τη σταματήσω αλλά με δάγκωσε στο μπράτσο. ‘Τι να κάνω;’ ρωτάει καθώς κατεβάζει την ζακέτα της δείχνοντας κρυφά το μελανιασμένο της μπράτσο.
E: Να της πεις χαιρετίσματα από τις καταληψίες της ΑΣΟΕΕ και ότι περιμένουμε να έρθει εδώ.
Το πρόσωπο της άλλαξε ξαφνικά με ένα ανεξήγητο τρόπο. Με ένα χαμόγελο συγκίνησης πέρασε τα χέρια της από μέσα, με άρπαξε στην κυριολεξία και με κόλλησε στα κάγκελά. Μου φίλησε το μάγουλο, μου είπε ένα ‘’θα της το πω’’ κι έφυγε.

Τι να πεις;

Άλλωστε ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, ήταν ερωτήσεις.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

η ζωή στους βράχους της Αλίντας Δημητρίου

«Η ζωή στους βράχους» είναι μεν μια αυτοτελής, αλλά οπωσδήποτε αποτελεί συνέχεια της πρώτης ταινίας της Δημητρίου "Πουλιά στο βάλτο".
Αναφέρεται στον Εμφύλιο – οι γυναίκες πάνε στο βουνό, στο Δημοκρατικό Στρατό - αλλά και στις εξορίες.
Όταν άρχισε το κυνηγητό, μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, άλλες πρόλαβαν και πήγαν στο βουνό και άλλες συνελήφθησαν. Όλες γιατί ήταν αντιστασιακές. Για όσες από αυτές που συνέλαβαν δε μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν κατηγορίες μαζί με ποινές (σε ισόβια ή εκτέλεση), τις έστειλαν εξορία: Χίος – Τρίκερι – Μακρόνησος.
Στην ταινία, τριαντατρείς Γυναίκες καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τις διώξεις που υπέστησαν αυτές και οι οικογένειες τους, μετά την υπογραφή της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945, επειδή έλαβαν μέρος στην Αντίσταση.

Πρόθεση της ταινίας είναι να αποκαλύψει το ρόλο μιας κοινωνικής ομάδας «χωρίς φωνή» ο οποίος αγνοείται από την επίσημη γραπτή ιστορία- το 30% του Δ.Σ. που ήταν οι γυναίκες..

Στη Θεσσαλονίκη αδελφές μου, εεε,στη Μόσχα ήθελα να πώ...

Δε θέλω να είμαι πουθενά. Δε θέλω να είμαι εδώ, εκεί, σε κανένα γνωστό τόπο, σε κανένα γνωστό χρόνο. Σε κανένα εκεί, σε κανένα τότε, σε κανένα τώρα.
Θα βάλω μωβ σκιά στα μάτια μου και θα πάρω τηλέφωνο όλες τις φανταστικές μου φίλες -θα χαρούν πολύ που θα μ' ακούσουν-, θα πακετάρουμε τις υπέροχες μελιτζανί βαλίτσες μας, από αυτές τις δερμάτινες με τα λουριά, του Β' Παγκοσμίου και των ταινιών του Ζενέ, θ' ανεβούμε στις σκούπες μας και, παίρνοντας φόρα, θα πετάξουμε στο φως μιας μεσημεριάτικης πανσελήνου, μέχρι να φτάσουμε στην ανύπαρκτη, την ανυπότακτη, τη γλυκειά Μόσχα.
Στη Μόσχα, αδελφές μου...

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Liubov Popova






...και η Λιουμπόφ να ζούσε θα έδινε κλωτσιές σε όλους τους φιλότεχνους τους καπιταλιστές...

Ποιήματα του Γιώργου Μακρή

ΑΠΛΟ ΑΠΟΓΕΜΑΤΙΝΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
1
Πάψετε πια να μελετάτε τις παλάμες σας
Σε μουσκεμένες φυλλωσιές τρυπώνοντας τα σκέλια σας.
Τα νύχια σας μάκρυναν
Κόφτε τα
Τα γένια σας, σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα’ Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε.
Κολλήσαμε τα μάτια στα τζαμόφυλλα.
Αυτή η παρέα των εργατών του απογεύματος
Βουλιάζοντας τα πέτσινα στιβάλια
Με πρόκες στη γρασιδιασμένη λάσπη
Τραβάει το δρόμο των στύλων του τηλέγραφου
Το δρόμο των συρμάτων του τηλέγραφου
Ανυποψίαστα το δρόμο τα’ ουρανού.
Τη νύχτα Δε βλέπεις τίποτα
Άμα σταθείς βουίζει σαν κόρο με κακές διαθέσεις
Άμα γαβγίζουν και σκυλιά, φοβάσαι κιόλας
Όπως προχτές στις καλαμιές τι ιστορία!
2
ένας καθολικός παπάς
του τάγματος του άγιου Φραγκίσκου
κόβει παπαρούνες…
σήμερα αναπνέει περίφημα
θα ‘ θελε να λερώσει το ράσο του
να χαϊδέψει ένα πρόβατο
να ερωτευθεί
κόβει παπαρούνες αγνοώντας τον πειρασμό
νομίζει πως τον παρακολουθούν και όλο γυρίζει το κεφάλι
Personne!
«Η θέα είναι ευχάριστη, περίφημη μπορώ να πω
και ως οικόπεδο, περίφημο μπορώ να πω»,
έλεγε ο μεσίτης.
Η μαμά μας Δε μας κατάλαβε ποτέ
Είναι μια ξένη
Κι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μας
Μας έλεγαν «κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντρα
Και κοίτα το παιδάκι που γελάει.
«Ακατανόητο ετούτο το παιδί» έλεγαν μεταξύ τους.
Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,
Από πείσμα μείναμε μόνοι.
Πάψετε πιά να θολώνετε τα μάτια σας
Μην κάνετε ρυτίδες σας κάνουν άσκημο
Κανένας Δε μας τα Πε αυτά ούτε τα σκέφτηκε
Ποιος θέλατε να μας τα πει.
ΩΡΑΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΡΗ ΑΝΝΑ
Γιατί να τραβάνε όλα σε μήκος
Παράλληλα με θύμησες που λικνίζονται στο καπνό
Παράλληλα με προκυμαίες που αποχαιρετούν το φως
Στα ηρεμισμένα ιστία καραβιών
Ξεναγεννώντας τη δυσδαιμονία των καπετάνιων τους.
Παράλληλα με αήττητες προσόψεις σπιτιών
Σε δρόμους βουλιαγμένους στην ακινησία τους…
Γιατί να συνταυτίζουμε τη μορφή της Άννας
Με χίλια διαβατάρικα συμβάντα
Στην καρδιά του χειμώνα και στις γαλήνιες πεδιάδες
Στις ώρες που ο ύπνος μας φυσάει
Μέσα στ’ αυτί σύννεφα ασυνάρτητα μ’ ένα κέρας
Και στις στιγμές που σε υπερένταση χλωμή
Ζούμε στα οδυνηρά τεντώματα ενός ακκορντεόν
Στις νευρικές αγωνίες των μουσικών δαχτύλων
Και οι μαυρισμένοι κύκλοι των ματιών μας
Συναγωνίζονται τη ράβδο του τυφλού.
Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερή
Φαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακερά
Και μας σκοτώνει θηλάζοντας μας μ ένα φαρμακερό
Στήθος
Συνθλιβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της Παναγίας
Και σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,
Πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμα
Σφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.
Εξαφανισθείτε πιά για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.
Τι θα γίνουμε!
Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Πνιγόντουσαν τα λόγια σπρώχνοντας
Μια πέτρα στο στόμιο της πηγής τους
Κι οι δαυλοφόροι μέσα στο προαύλιο
Πρέπει να είχαν σβήσει τους δαυλούς τους
Από φόβο
Μήπως το φως γίνει στο τέλος η αιτία…
Κι οι δαυλοφόροι ήτανε πάντα ανύπαρχτοι
Ούτε προαύλιο ξέρουμε να υπάρχει.
Όμως υπήρχε φως και κάποιος φύσηξε την φλόγα
Ίσως οι δαυλοφόροι που κοιμήθηκαν
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές
Είμαστε πάντα εκεί
Που από πάνω κρέμεται το κινητό σκοτάδι
Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται
Και αμφιβάλλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.
Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
Ο αγώνας τους και μεις για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαύση του θεάματος
Μιας κινητής σειράς μεταλλικών ράμφων
Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν
Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.
Οι νυχτερινές θάλασσες φοράνε την πρωινή
Μάσκα της καλοσύνης..
Η ημερήσιες θάλασσες φοράνε τη νυχτερινή
Μάσκα της κακίας.
Και μεις στη γέφυρα του τρίτου ποταμού
Που το πρωί στις όχτες του ξερνιούνται οι πνιγμένοι
Δεν είδαμε ποτέ το πρόσωπό τους.
Ούτε και τα δικά μας πρόσωπα δεν ξέρουμε καλά
Ούτε να τα μαντεύσουμε μπορούμε^
Όσο και αν σφίξουμε τα χέρια μας χωρίζει
Τις επιφάνειες μιας ποσότητα ανέμου
Οι δαυλοφόροι έπεσαν να κοιμηθούν γι αυτό το λόγο
Και μεις γυρίζουμε την πλάτη σε κάθε μια πνοή φωτός
Ή και χαμογελάμε…
Και κάθε νύχτα ρίχνουμε μια πέτρα στο βυθό
Και κάθε νύχτα τραγουδάμε μια κοπέλα
Που πνίγηκε μέσα σ’ έναν καθρέφτη.
Κι όταν γεμίσει η θάλασσα από πέτρες
Ή ο αέρας πήξει σ’ έναν ήχο
Πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο βασιλιάς ψιθύρισε όλη νύχτα
Προσευχές και κατά το πρωί
κατεβαίνοντας ο μέγας καρδινάλιος
μπαίνοντας πρώτος στο κελί γιατί έτσι πρέπει
είπε:
«Μεγαλειότατέ μου, με αηδία
βλέπω πως το κεφάλι σας κούρεψαν^
με θάρρος κατεβήτε αυτά τα σκαλοπάτια
κι αν ο Λαός σας, Θεός σας σχωρέσει με, σας βρίσει
τα θεία μαρτυρικά σας μάτια ας ευδοκήσουν
να με κοιτάνε πίσω απ’ την κρεμάλα,
η να μιλούνε στο γαλάζιο του ουρανού.
Σεπτέ Μονάρχη, εγώ λυπάμαι… Να’ μια κλαίω.
Είμαι πιστός κι αυτό το χώμα
Όπου πατήσατε, για μένα αγιοσύνης
Μύρα για πάντα από πυξίδα θα σκορπά»
Ακολούθως
Μπήκαν οι δήμιοι με μάσκες και κυλόττες
Οι αυλικοί το χέρι θα φιλήσουν
Κι ο τελετάρχης της επιτροπής των θανατώσεων…
Τον βασιλιά τον κρέμασαν, κι αυτό
Τη συνοδεία τυμπάνων από δέρμα.
Έβραζε ο όχλος με βουητό που λεει
Πάντ’ από πριν τη μέλλουσα ιστορία
Η διαδικασία παρετηρήθη
Κι από τα μάτια της επιτροπής
Τα θριαμβευτικά και φοβισμένα
Από τη δυσδαιμονία των οιωνών.
ΑΚΗ
Κοιτάζοντας τα σύρματα χωρίς πουλιά
Τα χερούλια της πόρτας
Χωρίς δισταχτικά χέρια-
Θυμόμαστε τα’ απλά σας πατήματα
Στο βρεμένο χώμα
Ύστερα από το θέατρο
Τα όχι αγνά σας μάτια
Ύστερα από τη μουσική
Το μεσημέρι.
Κοιτάζοντας το σύννεφο
Χωρίς θυμό
Το σπίτι του σκύλου
Χωρίς σκύλο
Καταπίνουμε την περηφάνεια μας
Την αδεξιότητά μας
Φωνάζοντας το όνομά σας το πρωί
Περνώντας μεσ’ απ τις εικόνες σας
Το βράδυ…
Αγαπώντας, μισώντας
Με χαρά με λύσσα
Κατά τα’ άλλα είμαστε οι ίδιοι
Φορώντας όλη μέρα ένα ρούχο
Με κόκκινα κουμπιά
Με τσέπες φαρδιές
Με μαλλιά σκονισμένα
Τρέχοντας να χαϊδέψουμε
Σκυλιά.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Είμαστε τα κορίτσια που κουράστηκαν
Να γελούν και να αμύνονται.
Είμαστε οι ρίζες των δέντρων ου ξάπλωσαν
Ο αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλα/
Άδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουν
Το φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.
Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουν
Η γη μυρίζει.
Οι νέοι άνθρωποι φεύγουν
Τα παραθυρόφυλλα κλείνουν.
Μπαίνουν τα γυναικεία ποδήλατα
Στην αποθήκη,
Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.
Είμαστε οι άνθρωποι που έμειναν
Είναι κι αυτό κάτι.
Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!
Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή.
Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει
Να χτύπας γροθιά στο μαχαίρι.
Φέτο ανακαλύψαμε ένα νέο χέρι
Μπήκαμε στο σχήμα του με μια προσευχή.
Το χαμένο νόημα που ‘ χει η βροχή
Η ψυχή μας έμαθε να ξέρει.
ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ
Σάμπως τα κλίματα πια Δε μας αγαπούν
Κρύωσε μες στα βλέφαρα το βλέμμα
Τα’ αγαπημένα δέντρα Δε μπορούν να πουν
Θροΐζοντας το λυπημένο ψέμα.
Σάμπως να γίναμε λιγάκι βαρετοί
Στους ανθρώπους, στενέψανε οι τόποι^
Είναι που κρύωσε ο καιρός σαν αρετή
Και θέλουνε να κλάψουν οι άνθρωποι
Σάμπως θα βρέξει απόψε στην ψυχή^
Κοιτάτε των πουλιών τη λιτανεία.
Είν’ επικίνδυνη, ξέρετε, η βροχή.
Να πάρετε μια εσάρπα, Ουρανία!
Σάμπως θα φύγουμε αύριο την αυγή.
Θα θέλατε να πάρουμε το πλοίο;
Θα αποχαιρετούσαμε τη γη
Στης θάλασσας το πράο μεγαλείο.
Θα’ ταν ωραίο να’ χα δύο φτερά ,
Να τα’ άπλωνα κι ας μην πετάξω
Σαν θα ρθουν τα λυπητερά
Θα βρω μαξιλάρι για να κλάψω;
ΣΤΙΣ ΠΝΙΓΜΕΝΕΣ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΩΣ
Έτσι γυμνή απ’ όνειρα
Και με βρεγμένα τα σφυρά
Μ’ επιδερμίδα κίτρινη
Πλέει η πνιγμένη Μόνα
Την σέρνουν τα νερά γλυφά
Πολύ μακριά απ’ τα σύννεφα
Μακρύτ’ απ’ τις εποχές
Με δυό χελιδονόψαρα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Έχασε τα σαντάλια της
Τα σκοίνινα της εκδρομής
Έχασε και την αίσθηση
Του χρόνου, ούτε χρώματα
Ούτε χαμόγελα Θεών
Πικρά σαν τα’ άγια χώματα
Ούτε γλυκοφιλήματα
Στον κήπο με τα κλήματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά
Έχασε και το σχήμα της
Η Μόνα, την ομπρέλα της
Την άφησε των αστεριών
Όταν με μύρια ψέματα
Έφυγε με τα κύματα
Με τις βαρκούλες των παιδιών
Με αμαρτία στα χείλια της
Με μυστικό στα βλέμματα
Στα βλέφαρά της τα κλειστά.
Και έφυγε η Μόνικα
Σαν τα πουλιά τα μυθικά
Βυθίστηκε ένα απόγιομα
Λησμόνησε τον ουρανό
Κι έμειναν τα φορέματα
Τα μαύρα τα μεταξωτά
Κι όλοι θυμούνται κλαίγοντας
Τις σκάλες ανεβαίνοντας
Τα βλέφαρά της κλειστά.
ΤΡΙΛΟΓΙΑ
1
Δεν ξέρω πια αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στην μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Τα δέντρα αυτής της εξοχής και τα χλωμά κλαδιά τους
Φέρνουνε καθημερινά αναίμακτους θανάτους.
Τρώγοντας κάθε απόγευμα φρούτα και χειμερινά
Εν άδειο βλέπουμε κουτί κονσέρβας ανανά
Κι είναι μια αφορμή αυτό να φέρουμε στο νου
Τις χώρες και τους φοίνικες του Ισημερινού^
Τις ιστορίες π’ ακούσαμε π’ ακούσαμε πως γίναν στην Μπατάβια
Από ‘ ναν τρίτο πλοίαρχο σε ξενικά καράβια.
Αχ! Κάθε μας περίπατος κάθε περιοδεία
Μοναχική είναι για μας ουσία από κηδεία,
Όταν γνωστοί και συγγενείς κρατώντας τα παλτά τους
Εκφράζουνε τα θλιβερά συλλυπητήριά τους.
Στην χώρα που ναι πίσω μας ολοχρονίς βαστά
Μια χλιαρή κατάσταση και μεις σαν τα παστά
Τα ψάρια ή σαν δύό κάλτσες πάνω στο σκοινί
Είμαστε πάντα αδιάφοροι, γεμάτοι υπομονή.
Κακό για μας κάνουνε ποτέ Δε θα μπορέσουν.
Αν Δε μας αγοράσουνε θα μας ξαναφορέσουν
Η σκόνη δεν κατέρχεται παρ’ άμα υψωθεί
Το ύψος μόνο θα πρέπε κανείς να φοβηθεί,
Όταν το βράδυ ακούγοντας στριγκλιές αυτοκινήτων
Κοίτα στους έκτους ορόφους των νέων ακινήτων
Ρεκλάμες με συστήματα αμερικανικά
( φάρμακα, κηλεπίδεσμοι, ζώνες, καλλυντικά).
2
Χαϊδεύοντας με δάχτυλα χλωμά τα νέα αρνιά
Κατάκτησε το μπαρ και τα ψυλά σκαμνιά,
Από να του χαμόγελο απέδρασε το βράδυ^
Πήρε στην τύχη κάνα- δυο και τα’ άλλο του κοπάδι
Τα’ άφησε στο εικόνισμα μονάχο αλλοίμονό του
Καθώς και τη χλαμύδα του, το φωτοστέφανό του
Το αργυρό αφιέρωμα, δώδεκα μαθητές του
Δώδεκα εκατομμύρια Μαγδαληνές πιστές του.
Κι έγραψε κάτι στο καρνέ «πρέπει να θυμηθώ
Πως πρέπει εγκαίρως να’ ρθω και να σταυρωθώ».
Να σε κοστούμι εξαίσια ραμμένο απ΄το φως
Κοιτάζει στο κρυστάλλινο ποτήρι ο Χριστός.
Καθώς ένας αράπης πνίγει το όργανό του
Τον πλησιάζει ο Βούδας με το κιμονό του
Και μέσα σ’ όργια μουσικής, σε μια έκταση χαζή
Ένα ποτήρι νέκταρ πίνουνε μαζί
Που το κερνάει ο Δίας πίσω από το μπάγκο
Σ αυτούς τους δυο και σ’ ένα σαλτιμπάγκο…
3
Δεν ξέρω πιά αν τίποτα αξίζει να κρατώ
Στη μνήμη άξιο προσοχής παλαιότερα αισθητό.
Αν είναι ίσως δυνατό ποτέ Δε θα υμνήσω
Τον κίνδυνο της θάλασσας, ποτέ μου Δε θα κλείσω
Το φόβο και το άφρισμα, τη διαφάνειά της
Που αγάπησα, στο στέρνο μου^ τα διαδήματαά της
Δε θα φορέσω ούτε στιγμή μα ευθύς θα τα πετώ
Και από λιθάρι πιο ψυχρός θα παρουσιαστώ
Που όλη νύχτα εθέρμαινε η σελήνη μοναχή
Για να μου δώσουν τη στερνή του κόσμου διδαχή.
Πολλές κοπέλες γέμισαν τις μέρες μου δειλά
Στις ώρες που επικίνδυνα ταξίδια τρυφηλά
Σχεδιάζοντας σαν υδρατμοί πάνω στο μέτωπό μου
Με προφυλάξεις έξυπνες σαν του μελισσοκόμου
Κρατούσα τα’ άσπρά χέρια τους και έκλεινα τα μάτια
Όπως όταν στη θάλασσα μου γέμιζαν μ’ αλάτια..
Και θα’ ταν επινόηση περίφημη το να χω
Να βάζω τις φωνές αυτές σ’ αυτό το φωνογράφο
Τώρα που ζω εξόριστα στην άδεια κάμαρά μου
Χωρίς βιβλία, κάντρα, φως και η μόνη είναι χαρά μου
Να λησμονώ εκούσια τα άδεια περασμένα
Πετώντας τα σαν γυαλικά παμπάλαια σπασμένα
Και βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι βλέπω φίδια μισητά να αδικοσφυρίζουν
Κάτι μακάβριους γνωστούς που τα ξαναθυμίζουν.
Τώρα που κάθε απόγευμα τρώμε χειμερινά
Φρούτα καθώς κοιτάζουμε κονσέρβες ανανά
Κι είναι η ζωή μας άδεια πια όπως χώρες
Που ξηρασία ενέσκηψε σ’ αυτές και δίχως μπόρες,
Και είναι η ζωή μας άδεια πια, όπως στο σπίτι αυτό
Που το μοναδικό παιδί πολύ πολυκλαυτό
Ξεκίνησε αφήνοντας πίσω τα’ ανάστημά του
Και τα παιχνιδάκια του κρύβουν απ’ τη μαμά του.
Το κοιμισμένο μου μυαλό στα είδωλα γυρνά
Κι η νέα μορφή μου πρόωρα και άδοξα γερνά
Πίνοντας παγωμένο φως σε πιο μεγάλες δόσεις
Χείλη πρησμένα από φωνές και από φαντασιώσεις.
ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΩΡΕΣ
Συχνά τα μεσημέρια σε ώρες πεασμένες
Μ’ αρέσει να τρυπώνω την ψυχή μου αποπνιχτικά
Σε τρύπες σκονισμένες ανάγλυφων μαρμαροκονία
(ψηλά στις κορυφές κιόνων επιχρυσωμένων)
χύνοντας την ψυχή μου από τα μάτια τη φυσώ
με το καπνό και το συγκεχυμένο θόρυβο προς τα ψηλά.
Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος απογνώσεως.
Μόνο ξανοίγομαι στα μάτια άσπρων γυναικών
Που τα’ όνομά στους αρχινάει από λάμδα
Και μ’ επισκέπτονται σαν αποκόμματα εφημερίδων
Σαν αντανάκλαση σπασμένων γυαλικών
Το α/π «Ακροπόλις» ‘φέρνοντας το ταχυδρομείο
Στο σπίτι της θείας Ελένης στην εξοχή
Τα βάλς του Σοπέν παιγμένα χίλιες φορές από τον Βλάση
Πολλά χορτάρια και κουνιστές πολυθρόνες
Θρυλούν τις ιστορίες των ύπνων μου. Σφυρίζοντας
Το α/π «Ακροπόλις» δέχεται το λιμάνι
Ο έρωτας, η βασανιστική ιδέα^ σε ένα αυτοκίνητο
Θα φορτώσω τα όνειρα που είδα και λησμόνησα
Για να με βασανίζουν οι αντανακλάσεις τους
Μες στο ποτήρι του ποτού.
Κάποιος διπλά λεει καλά
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Έγω ξανοίγομαι στα μάτια άσπρών γυναικών
Που τα’ όνομα τους αρχινάει από λάμδα
Οι κάλτσες του διπλώνουν πάνω από το γόνατο
Σέρνουν το σαλιωμένο δάχτυλο.
Οι γραμμές των χειλιών δείχνουν προσπάθεια παρατημένη.
Αχ τα ανά σωριασμένα σε δεμάτια
Κλεισμένα στην αποθήκη με το σκουριασμένο λουκέτο.
Μυρίζουνε γλυκά τα άγρια χόρτα κατά εποχές
Αν κάτσεις πάνω στα σανά γεμίζει όλο σου το σώμα
Εξανθήματα, μ’ αυτό δεν είναι και σπουδαίο
Θέλουμε να πάμε κει αλλοίμονο, αλοίμονο !
Με το στήθος γεμάτο βιβλία
Φωτογραφικές μηχανές κι αλληλογραφία με τη βροχή
Με γένεια μακριά και λάμπα πετρελαίου.
Και πάντα δίπλα εξακολουθεί η συζήτηση
Για την κυρία με τα μπλε μαλλιά
Και δυο κυρίες όλο γι’ αυτήν μιλούν
Και για δυο νέους που την αγαπούν.
Τρυπώνω την ψυχή μου σε τρύπες αναγλύφων
Και βλέπω από κει τα’ αυτοκίνητα στο δρόμο
Τον γκρούμ της εισόδου
Τα’ ανώνυμα κεφάλια με τις ωραίες οσμές.
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ
Θα πρεπε να ναι επίτηδες βαλμένο
Ένα τυχαίο μα όμορφο γεγονός
Ένα λευκό αιθέριο γεγονός που στάθηκε για μια στιγμή
Μέσα σε μιάν αυλή οφθαλμιατρείου^
Αχ! Μέρα βροχερή, γεμάτη φοιτητές κι άσχημα χάχανα,
Ενώ δίπλα διέκρινε κανείς τους ασθενείς
Με μικρά άρρωστα μάτια γεμάτα κακία
Κακία και συμφορά στο τμήμα απόρων
Αίθουσα αναμονής
Και πάνω στο βαμμένο τοίχο οι εταζέρες
Με τα εργαλεία των γιατρών
Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τούλπ
Σε μια μικρή λιθογραφία μ’ άσπρό φόντο.
Και ν α την, να την σαν επίτηδες
Τυχαία και όμορφα βαλμένο γεγονός
Άγνωστη μ’ άσπρο αδιάβροχο. Σκληρά χαρακτηριστικά
Μελαχρινά λίγο σκληρά χαρακτηριστικά
Ντυμένη σε περήφανο αλαζονικό εμβατήριο
Θυμίζοντας οδυνηρά συμβάντα παλαιότερα,
Και αρκούσε αυτό για τη δημιουργία
Κάποιας μικρής όσο κι ασήμαντης νότας
Όπως αρκεί μια πεθαμένη φύση
Με κάκτο και μπουκάλα για να καταλάβουμε
Όπως αρκεί ένα μικρό χεράκι παίζοντας
Μ’ ένα μικρό αντικείμενο ασυναισθήτως
Αχ! Μέρα βροχερή γεμάτη απ’ το κορίτσι με το άσπρο
Αδιαβρόχο.
ΕΡΑΣΤΕΣ
Περάσανε οι ώρες τους γοργά
και φύγαν οι εραστές θλιμμένοι
με βήματα επίσημα κι αργά
και καμπαρντίνα κουμπωμένη.
Και λυπηθήκαμε τους εραστές
με το μικρό στον τόπο πήγαιν’ έλα τους
να νείρονται αγκαλιές ζεστές
σκαλίζοντας τη γη με την ομπρέλα τους.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Δύο ωδές για την ετερότητα!

Ανασφάλειες

πες μου
πως να σταθώ εγώ
ένα κορίτσι
απέναντι σ'ένα άλλο
κορίτσι;

πως να σταθώ;
πως να στηριχτώ στα δυό μου πόδια
όταν τα γόνατα μου κόβονται;
πως να σταθώ;

και να πω
και να πω

και να σου πω



πως σ'αγαπώ
και

πως θέλω να στροβιλιστώ
στα φιλιά σου
και πάνω απ' το ηλιοβασίλεμα ν'αρχίσω να πετάω
πως θέλω να μπερδευτώ
στις μπούκλες των μαλλιών σου
και να εξαϋλώνομαι μές στις αχτίδες του ήλιου
πως θέλω να καίγομαι
στο άγγιγμά σου
και ν' ακολουθώ το ταξίδι του φωτός γύρω απ' τον κόσμο
να γίνω έννοια-δίχως γήινες έγνοιες-
να γίνω η ελευθερία, ο έρωτας, η ευτυχία
να γίνω το άρωμα του καλοκαιριού
και να αλειφτω στην αγκαλιά σου
στα φιλιά σου
στην ανάσα σου



μα πως
πές μου!

πως να σταθώ
και να σου πω
πως θέλω παντού να σε ρουφήξω
και τον ιδρώτα σου να κάνω φυλαχτό
και κάποιο βράδυ
κάτω απ' τον κόκκινο τοίχο ν' αγρυπνήσω
χαζεύοντας μια παλιά σου ζωγραφιά
με κάθε φόβο μην απ' τον ύπνο σε ξυπνήσω
απομακρύνοντας απ' το αυτί σου τα μαλλιά
και ξάφνου έναν διακαή μου πόθο
να σου ψιθυρισω:

πως θέλω να κρυφτώ
κάπου εκεί
στη μοναξιά

μεταξύ του μηρού


και του αιδοίου σου

Από τη M.




Αυτοκτόνησα



Μια διασκευή από τον Alex C.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Ο ήλιος ο πράσινος. ο ήλιος που ανατέλλει...ΤΟΥΣ οδηγεί!


«Έχω φίλους αναρχικούς και αντιεξουσιαστές, συνομιλώ μαζί τους και συμφωνούμε. Είμαι κατά των χούλιγκαν και των βανδάλων. Αυτούς κυνηγούμε», δήλωσε ο κ. Χρυσοχοϊδης (με αφορμή τα αστυνομικά πογκρόμ στα εξάρχεια) . Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι η Αθήνα θα γίνει ξανά μια πόλη (χουντική, εεεε συγνώμη λάθος) ειρηνική.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

4ΛΕΠΤΑ

Παρακάτω παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από τη γερμανική ταινία Vier Minuten του Chris Kraus με τις Monica Bleibtreu, Hannah Herzsprung, Sven Pippig.

>

Poesie disperse

BABELE

Uno sciame si copula nel sangue

ΒΑΒΕΛ

Ένα σμήνος συνουσιάζεται πάνω στο αίμα.

GIUSEPPE UNGARETTI

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

σκουληκομυρμηγκοτρυπα του μιχαλη ταδε

κυκλοφορει σπονδυλωτη μυθιστορια
πυροσοφικη πραματεια
ανευ ορισμενου νοηματος
προς τερψιν οσων ησθηνται το αλγος


Με μεγάλη μου χαρά παραθέτω κάποια αποφθέγματα από το καινούργιο- ολοκαίνουργιο βιβλίο του μιχαλη ταδε που έπεσε και στα δικά μου χέρια, ευτυχώς!


6.
Ο Χέγκελ επιχείρησε να εξάγει αυτοϊκανοποίηση μέσα από ένα σύστημα οργάνωσης της λαιμαργίας. Ωστόσο δεν κατάφερε τίποτα περισσότερο από μια απλή διαφήμιση των πιο κωμικών βρυχηθμών της χαρακτηροδομής του. Έτσι ο Σοπενάουερ τούρλωσε τον κώλο του και τον έχεσε στα μούτρα.

7.
Ο πίθηκος κατάγεται από τον άνθρωπο και η γη δεν είναι σφαιρική, ούτε επίπεδη, αλλά πακεταρισμένη σε συσκευασία δώρου. Όποιος συμφωνεί με αυτήν την αυτονόητη αλήθεια έχει πολλά κακάδια μέσα την μύτη του.

8.
Όταν η ξύλινη γλώσσα απονεκρώνει κάθε δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης, τότε η ελευθερία μπορεί να εκφράσει τη ζωτικότητα της μόνο μέσα από τη γλώσσα του ξύλου.

9.
Η κριτική οφείλει να ξεπεράσει το σκόπελο της γενικευμένης φιλανθρωπίας αν θέλει κάποια μέρα να σοδομήσει και κάτι άλλο εκτός από μία τρύπα στο νερό. Η νέα μέρα που ξημερώνει θα φέρει οπωσδήποτε φίδια, σαρανταποδαρούσες, χταπόδια, σκουλήκια, ρομπότ φτιαγμένα από κρέας και δεινόσαυρους εκπαιδευμένους στις φιλοφρονήσεις. Μάλλον.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

θέατρο μας ο δρόμος, τέχνη μας η εξέγερση...


..."και τι δε θα έδινα" να δώ τους pilobolus να δίνουν παράσταση χωρίς αντίτιμο στην Εθνική Λυρική Σκηνή τώρα που έγινε Εξεγερμένη Λαική Σκήνη, αντί ας πούμε να κάνουν διαφήμιση με τα κορμιά τους σε αυτοκινητοβιομηχανίες και να ενισχύουν το οπλοστάσιο του θεάματος με τη δημιουργικότητα τους (όπως κάθε καλλιτέχνης).Πάντως αν μετανιώσουν προλαβαίνουν,ε?


Η ανακοίνωση μιας κατάληψης:


Γιατί καταλαμβάνουμε την Λυρική

Για να απαντήσουμε σ’ αυτούς που μπορεί να αναρωτηθούν γιατί μια κατάληψη του ιστορικού κτιρίου της Λυρικής εκθέτουμε καταρχάς κάποιους συνειρμούς με ιστορικά γεγονότα.
• Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 η οπερέτα «Βαρώνος Ατσίγγανος» του
Γ. Στράους παρουσιάστηκε από την Λυρική σκηνή στο θέατρο Πάρκ.
Την ίδια ημέρα 2000 κάτοικοι της περιοχής της Δράμας εκτελούνταν από τις δυνάμεις κατοχής σε αντίποινα για τις επιθέσεις αντιστασιακών ομάδων.
• Η « Κάρμεν» του Μπιζέ ανέβηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1942 στο θέατρο Ολύμπια, ολόγυρα ο μεγάλος λιμός του χειμώνα του 42 μάστιζε την Ελλάδα, όπου το 63% του πληθυσμού υποσιτίζονταν με αποτέλεσμα 100.000 νεκρούς από ασιτία.
• Η «Αρπαγή από το Σεράϊ» του Μότσαρτ ανέβηκε στις 30 Μάη 1945,
την ίδια ημέρα ο Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου δολοφονήθηκε στο Πουρί Θεσσαλίας, ήταν εκείνο τον μήνα ένα από τα 56 θύματα της τρομοκρατίας από παρακρατικές ομάδες δωσίλογων & μοναρχοφασιστών που συνεργάζονταν με κρατικές δυνάμεις, ενώ υπήρχαν 18.708 πολιτικοί κρατούμενοι σε όλη την Ελλάδα.
• «Ο Βαφτιστικός» του Θεοφράστου Σακελλαρίδη παρουσιαζόταν στις 17 Ιουλίου 1948, ταυτόχρονα βόμβες Ναπάλμ δοκιμάζονταν για πρώτη φορά στον Γράμμο όπου κορυφωνόταν ο Εμφύλιος.
• Στις 22 Νοεμβρίου 1973, πέντε ημέρες μετά την είσοδο των τανκς στο Πολυτεχνείο και μόλις δύο ημέρες μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβληθεί από το δικτατορικό καθεστώς, η Λυρική σκηνή ανακοίνωνε στο κοινό της ότι μπορούσε πλέον να παρακολουθήσει τις οπερέτες «Οι Παλιάτσοι» και «Καβαλαρία Ρουστικάνα».
• Όταν δολοφονήθηκε ο Μιχάλης Καλτεζάς, όποτε εκπυρσοκροτούν περίστροφα αστυνομικών, την ημέρα που ανάγκασαν την Κ. Κούνεβα να πιεί βιτριόλι, τις ημέρες που οποιοσδήποτε μπάτσος παίρνει την διαταγή να χτυπήσει διαδηλωτές, τις βραδιές που οι συλληφθέντες της εξέγερσης του Δεκέμβρη είναι ακόμα στις φυλακές, την στιγμή που οποιοσδήποτε μαθαίνει ότι χάνει την δουλειά του, η Λυρική προσφέρει στο κοινό της διαφυγή και στην κοινωνία μιά καθησυχαστική εικόνα ευμάρειας.

Αυτή την στιγμή δεν θα ασχοληθούμε ούτε με το ποιοι έβλεπαν αυτές τις παραστάσεις, ούτε ποιοι τις παρουσίαζαν, ούτε ποιοι διορίζονταν σαν διευθυντές της Λυρικής όλα αυτά τα χρόνια από την κατοχή, στον εμφύλιο αλλά και αργότερα όπως πχ στην διάρκεια της δικτατορίας.

Η κατάληψη ενός συμβόλου σαν τη Λυρική δεν έγινε για αποπληρωμή ιστορικών χρεών, έγινε απλά γιατί θέλουμε να θυμίσουμε σε όλους, διοικούντες, κυβέρνηση, καλλιτέχνες η θεατές, ότι εκεί έξω και τώρα μέσα, υπάρχει και ένας άλλος κόσμος αναπόσπαστο τμήμα του λαού της χώρας μας, που δεν μπορείτε να τον αγνοείτε παρά το γεγονός ότι πυροβολιέται, πνίγεται με δακρυγόνα, κατεβαίνει σε μπλόκα, απαιτεί λίγο αέρα αντί για τσιμέντο και συγχρόνως αναρωτιέται και διεκδικεί μιά άλλη θέση της τέχνης στην κοινωνία.

Ελεύθεροι Λυρικοί



Κείμενο/σχόλιο από το blog apeleftheromenilyriki.blogspot.com :
Η εξέγερση του Δεκέμβρη δικαιώνοντας όλους τους προηγούμενους κοινωνικούς αγώνες έδωσε το έναυσμα για γενικευμένη αντίσταση σε όλα αυτά που μας προσβάλλουν και μας υποδουλώνουν. Πυροδότησε τον αγώνα για τη ζωή, που κάθε μέρα απαξιώνεται. Σε πείσμα όλων όσων βλέπουν την εξέγερση σαν πυροτέχνημα και τη θάβουν τελειώνοντας τον επικήδειο με το «η ζωή συνεχίζεται» απαντάμε ότι ο αγώνας συνεχίζεται και θέτει τη ζωή μας σε μια νέα βάση. Όλα έχουν μείνει μετέωρα, όπως και ο θυμός μας. Η αγωνία μας δεν έχει κοπάσει γι’ αυτό είμαστε ακόμα εδώ.. Εξέγερση στους δρόμους, στα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα εργατικά κέντρα, τους δήμους και τα πάρκα. Εξέγερση και στην τέχνη.
Κόντρα σε μια τέχνη- θέαμα που καταναλώνεται από παθητικούς θεατές. Κόντρα σε μια αισθητική που αποκλείει την διαφορετικότητα. Κόντρα στον πολιτισμό που καταστρέφει πάρκα και δημόσιους χώρους στο όνομα του κέρδους.
Ενώνουμε τις φωνές μας με όσους αγωνίζονται. Είμαστε αλληλέγγυοι στην Κωνσταντίνα Κούνεβα και στους συλληφθέντες της εξέγερσης.
Απαντάμε στην κρατική καταστολή, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την απόπειρα τρομοκρατίας και παραπληροφόρησης από τα ΜΜΕ με τον αγώνα μας και τον πολιτισμό.
Μια πρωτοβουλία ανθρώπων των τεχνών (θεωρώντας τέχνη τη ζωή του καθενός) οικειοποιείται ένα χώρο για την Τέχνη της ζωής του καθενός θέτοντας το ζήτημα της αναδημιουργίας της κουλτούρας σε μια νέα βάση. Επιδιώκουμε μια τέχνη αδιαμεσολάβητη, ανοιχτή σε όλους, που ο καθένας μπορεί να είναι φορέας της.
Απελευθερώνουμε την Εθνική Λυρική Σκηνή, γιατί εξ’ ορισμού μας ανήκει. Έχουμε την ανάγκη να πούμε τα πράγματα από την αρχή και να ξαναβρούμε το ρόλο της τέχνης. Μέσα από διαδικασίες αυτοργάνωσης προτείνουμε ελεύθερες δημιουργικές δράσεις από όλους και για όλους όσους θεωρούν τον πολιτισμό προϊόν συλλογικής δημιουργίας.
Για να ξανακερδίσουμε τον πολιτισμό που μας στερείται.